- ατρόχιστος
- -η, -ο1. αυτός που δεν έχει τροχιστεί ή ακονιστεί με τροχό2. ανάσκητος, αγύμναστος, νωθρός («ατρόχιστο μυαλό»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ατρόχιστος — η, ο 1. αυτός που δεν τροχίστηκε, δεν ακονίστηκε: Έχουμε τα ψαλίδια ατρόχιστα. 2. αυτός που δεν ασκήθηκε σε κάτι: Στα μαθηματικά ήταν ατρόχιστος, γι αυτό δεν πήγαινε καλά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακόνιστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει ακονιστεί, ο ατρόχιστος 2. εκείνος που δεν μπορεί να ακονιστεί 3. μτφ. αυτός που δεν έχει ασκηθεί, ο απαίδευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακονιστός < ακονίζω το αρκτικό α πήρε στερητική σημασία από τον αναβιβασμό τού τόνου] … Dictionary of Greek
ανακόνητος — η, ο αυτός που δεν ακονίστηκε, ανακόνιστος, ατρόχιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ακονώ] … Dictionary of Greek
ακόνιστος — η, ο 1. ατρόχιστος: Το μαχαίρι είναι ακόνιστο και δεν κόβει. 2. ανάσκητος, απαίδευτος: Άφησε το μυαλό του ακόνιστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)